Το κοριτσάκι που καθόταν ή Το τρομερό παιχνίδι της τιμωρίας
Το κοριτσάκι που καθόταν
ή
Το τρομερό παιχνίδι της τιμωρίας
Μια μέρα πήγαιναν στον κόσμο βόλτα τα παιδιά της πανέμορφης και αέρινης Κρίσης, τα δύο αδέρφια, το Σωστό και το Λάθος και συζητούσαν και κοίταγαν τις ομορφιές του.
Εκεί που προχωρούσαν, κάτω από ένα μεγάλο κυπαρίσσι, συνάντησαν ένα μικρό κοριτσάκι. Καθόταν το κοριτσάκι και ακουμπούσε την πλάτη του στο δέντρο και τις πατούσες του στη γη και κοίταζε τον ουρανό που ήταν γαλάζιος και ίσως είχε και τρία μικρά λευκά προβατένια συννεφάκια.
Το Σωστό και το Λάθος σταμάτησαν μπροστά στο κοριτσάκι και το κοίταξαν έτσι που καθόταν, ήσυχο και αθώο. Το Σωστό και το Λάθος είχαν την συνήθεια να συζητούν τα πάντα μεταξύ τους, και να λένε φωναχτά το καθένα αυτό που σκεφτόταν.
– Κοίτα, είπε το Σωστό στο Λάθος, τι όμορφα που κάθεται αυτό το κοριτσάκι εκεί και κοιτάζει μακριά!
– Α, μα δεν κάνει και τίποτα το ιδιαίτερο, λέει το Λάθος στο Σωστό, έτσι που κάθεται, είναι ένα απόλυτα συνηθισμένο κοριτσάκι, που την βλέπεις την ομορφιά!
Το κοριτσάκι άκουσε τα δύο αδέρφια που μιλούσαν γι’ αυτό και τους κοιτούσε με απορία. Δεν καταλάβαινε τελικά, ήταν όμορφο ή δεν ήταν, ποιος από τα δύο αδέρφια είχε δίκιο, και ποιος είχε άδικο.
Εκείνη λοιπόν τη στιγμή, ενώ το κοριτσάκι καθόταν και πλέον απορούσε, το Σωστό και το Λάθος παθιάζονταν να δουν αν το κοριτσάκι είναι όμορφο ή όχι, έρχονται οι γονείς του κοριτσιού που είχαν πάει στα χωράφια για να καλλιεργήσουν το στάρι, που από αυτό ζούσε η οικογένεια και είχε το ψωμί της. Ήταν κουρασμένοι από τη δουλειά στον ήλιο, τα τρία προβατένια συννεφάκια ήταν πολύ μακριά στον ορίζοντα, είχαν ιδρώσει και ήταν πολύ διψασμένοι. Βλέπουν το κοριτσάκι που κάθεται, αλλά δεν είδαν το Σωστό και το Λάθος, γιατί το Σωστό και το Λάθος γίνονταν αόρατοι στους κουρασμένους ανθρώπους, και όπως το βλέπουν λοιπόν να κάθεται, του λένε:
– Μα τι κάθεσαι εκεί και κάνεις, ενώ εμείς κοπιάζουμε και κοψομεσιαζόμαστε για να βγάλουμε το ψωμί που τρώμε, και κουραζόμαστε και ιδρώνουμε και διψάμε; Σήκω γρήγορα να μας φέρεις νερό από τη βρύση να πιούμε, να γίνεις κι εσύ χρήσιμη, γιατί αν δεν το κάνεις, δεν έχεις δικαίωμα να φας απ’ το ψωμί μας, και θα μείνεις νηστική.
Κι ενώ τα έλεγαν αυτά, ήρθαν και τα παιδιά της Κατηγορίας, της αδερφής της Κρίσης, ο Φόβος και η Τιμωρία, αόρατα κι αυτά στους κουρασμένους ανθρώπους, μα ολοζώντανα μπροστά στο κοριτσάκι, και το κοίταζαν κι αυτά με μεγάλα γουρλωτά μάτια και συννεφιασμένα πρόσωπα, και με βροντερές φωνές του έλεγαν αυτά που ήξεραν να λένε:
– Δεν θα έχεις ψωμί να φας, θα πεινάς, θα πεινάς σε όλη σου τη ζωή, φταις, φταις εσύ που κάθεσαι, εσύ φταις που δε σκέφτηκες ότι οι γονείς σου που αγαπάς κουράζονται και από σένα πρέπει να βρουν το νερό, και τώρα δεν θα σε αγαπούν πια και δεν θα είσαι η αγαπημένη τους κόρη, γιατί εσύ καθόσουν και δεν έκανες τίποτα, και κοίταζες τον ουρανό κι ίσως τα τρία προβατένια συννεφάκια, και δεν τους ντρέπεσαι και δεν τους καταλαβαίνεις και δεν τους αγαπάς, ω κοριτσάκι, κακό κοριτσάκι!
Και φώναζαν τόσο δυνατά, που το Σωστό και το Λάθος δεν ακούγονταν, και έτσι το κοριτσάκι μπορούσε να ακούσει μόνο τον Φόβο και την Τιμωρία, και από εκεί που καθόταν ήσυχο και αθώο, τώρα καθόταν ταραγμένο και ένοχο, και σκέφτηκε ότι δεν πρέπει να κάθεται πια. Ακόμα κι αν δεν ξέρει ότι πρέπει κάτι να κάνει, υπάρχει πάντα κάτι που δεν κάνει, γιατί δεν το έχει καταλάβει ότι υπάρχει, και είναι και κουτό που δεν καταλαβαίνει, και ότι καλύτερα να κάνει οτιδήποτε παρά να μην κάνει τίποτα, και ότι κάθε φορά που θα κάθεται, θα κινδυνεύει να μην έχει ψωμί να φάει και θα πεινά.
Κι έτσι το κοριτσάκι σηκώθηκε, και σταμάτησε να κοιτά τον ουρανό, που δεν είχε πια ούτως ή άλλως προβατένια συννεφάκια, και άρχισε να περπατά προς τη βρύση και να κοιτά κάτω το σκονισμένο χωμάτινο δρόμο, για να μην στραβοπατήσει σε καμιά πέτρα και πέσει και σπάσει το κανάτι και δε φέρει το νερό και δεν πιούν οι γονείς και δεν προσφέρει σ’ αυτούς που αγαπά.
Περπατούσε στον σκονισμένο δρόμο το κοριτσάκι για πολύ καιρό. Και δεν ήταν μόνο του εκεί στο δρόμο της σκόνης. Συναντούσε κι άλλα παιδιά που πήγαιναν κι αυτά σε μια βρύση, κι όπως προχωρούσαν σκυφτά, θλιμμένα κι ένοχα, σκουντουφλούσαν το ένα άλλο, κι εκείνη τη στιγμή κοιταζόντουσαν, αλλά αυτό που βλέπανε τη στιγμή που τα μάτια τους ενώνονταν δεν ήταν τίποτα άλλο απ’ το καθρέφτισμα τους, το ένα θλιμμένο κι ένοχο παιδί κοίταζε τα μάτια του άλλου παιδιού κι έβλεπε ένα θλιμμένο κι ένοχο παιδί, κι όλα τα παιδιά νομίζανε ότι αυτός είναι ο κόσμος, ένας μεγάλος σκονισμένος δρόμος που πάει σε μια βρύση που δεν την βλέπεις πουθενά κι όλοι που προχωρούν σ’ αυτόν είναι θλιμμένα ένοχα παιδιά που σέρνουν τα πόδια τους στο κάτεργο.
Και πόσο λέτε να μπορούσε να προχωρά έτσι το κοριτσάκι; Προχώρησε πολύ, γενναία και με αποφασιστικότητα, αλλά, στο τέλος, κουράστηκε. Και πάνω στη μεγάλη κούραση, δεν άντεξε να προχωρήσει άλλο. Και τότε έκατσε. Έκατσε στην άκρη του δρόμου, και κοίταγε τα σκονισμένα του ποδαράκια και έκλαιγε και έκλαιγε τόσο που να το λυπάται η ψυχή σου. Και δεν ήξερε πια τι να κάνει.
Κι εκείνη τη στιγμή, το Πνεύμα της Αγάπης, που είναι μέσα σε όλα και τρέφεται από την Χαρά και την Ευγνωμοσύνη και που δεν αφήνει κανένα πλάσμα λυπημένο και μόνο, άγγιξε το κοριτσάκι στο κεφάλι και στην καρδιά του.
Και τότε, σαν από θαύμα, το κοριτσάκι σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε γύρω του. Και τότε είδε. Είδε ένα αγοράκι που καθόταν και αυτό στην άκρη του δρόμου, κουρασμένο. Και το αγοράκι κοίταγε γύρω του με θλιμμένα μάτια και είδε το κοριτσάκι.
– Μα τι κάνεις εσύ εδώ; ρώτησε το κοριτσάκι.
– Ότι κάνεις και εσύ. Κουράστηκα και εκάθησα.
– Ωραία, τι καλά που είμαστε δύο να καθόμαστε έτσι παρέα! είπε το κοριτσάκι.
– Ναι, είναι πολύ πιο ωραία από το να κάθεσαι μόνο σου! είπε το αγοράκι.
Και έτσι έκατσαν για κάμποση ώρα μαζί. Και χαιρόταν το ένα την παρέα του άλλου, και δεν σκεφτόταν και πολλά, και καθώς κοίταζαν τριγύρω, είδαν ότι υπήρχε ακόμη ουρανός και είχε και τρία ολόλευκα προβατένια συννεφάκια, και γύρω από το δρόμο δέντρα και σπίτια και ζώα και άνθρωποι και ένας κόσμος ολόκληρος που απλωνόταν μέχρι εκεί που έφταναν τα μάτια τους.
Κι αφού ξαπόστασαν μέχρι που χόρτασαν, σηκώθηκαν και προχώρησαν το δρόμο μαζί. Είπαν ότι θα προχωρήσουν προς την Πηγή παρέα, και, ποιος ξέρει, μπορεί να βρουν στην άκρη του δρόμου κι άλλα κουρασμένα και μόνα παιδάκια, και αν θέλουν κι αυτά να προχωρήσουν μαζί τους λίγο παρακάτω, θα κάνουν καλή παρέα. Και είπαν επίσης ότι όταν κουράζονται, θα κάθονται στο πλάι λίγο να ξεκουραστούν, και μετά θα προχωράνε, γιατί ο δρόμος για την Πηγή είναι μακρύς.
Την τελευταία φορά που τα είδα, πήγαιναν χέρι χέρι και ξεμάκρυναν και το γέλιο τους ακουγόταν μέχρι εκεί που καθόμουν, στην άκρη του δρόμου.
Χριστίνα Κουτουλάκη