Ο ‘Θεραπευτής’ ως ένα Ανυποψίαστο Ον…
Του Ιωάννη Ψάρρα
Θα ξανασπείρει καλοκαίρια
Στην άγρια παγωνιά του νου
Αυτός που κάρφωσε τ’ αστέρια
Στην άγια σκέπη τ’ ουρανού
Κι εγώ κι εσύ κι εµείς κι οι άλλοι
Θα γεννηθούµε τότε πάλι.
Νίκος Γκάτσος.
Θεραπεύω στα Ελληνικά σηµαίνει:
υπηρετώ, µεριµνώ, φροντίζω, περιποιούµαι, ασχολούµαι µε ζήλο, επανορθώνω ζηµιά, καλλιεργώ.
Υπάρχει ένα παγκόσμιο κίνημα που έχει ως ισχυρό του πόλο αυτό που έχει σχέση με τις λεγόμενες συμπληρωματικές/ εναλλακτικές θεραπείες, ένα κίνημα που συνεχώς επεκτείνεται και που έχει καλές προθέσεις και πολύ υψηλές φιλοδοξίες: να θεραπεύσει, τόσο ατομικά, όσο και ομαδικά, ακόμα και πλανητικά. Ο πυρήνας του κινήματος αποτελείται ως επί το πλείστον από μεμονωμένους και απομονωμένους- παρά τις ενώσεις που κατά καιρούς δημιουργούν- «θεραπευτές», εστιασμένους και επικεντρωμένους αποκλειστικά στις πολλές και διαφορετικές εκ μέρους τους προτεινόμενες τεχνικές θεραπείας.
Σ’ αυτά τα μεμονωμένα ανθρώπινα όντα θ’ αναφερθώ.
Θεωρώ ότι μπορεί να ξεκίνησαν την ενασχόλησή τους με την θεραπευτική, από καλές προθέσεις, υγιή φιλοδοξία, έντονο ιδεαλισμό και από μια παρόρμηση ή εσωτερική ανάγκη να βοηθήσουν τους άλλους ή και να απαλύνουν τον ανθρώπινο πόνο.
Στην πορεία όμως αυτό το μεμονωμένο όν, που ενδύεται το ρόλο του “θεραπευτή”, δεν γνωρίζει ούτε υποψιάζεται τι μπορεί να του συμβεί ή με τι σημαντικό ψυχολογικό, φιλοσοφικό, οντολογικό και ανατρεπτικό για την καθεστηκυία του τάξη υλικό έχει να τεθεί αντιμέτωπο.
Γι’ αυτά πιθανώς να μην είναι προετοιμασμένο, να είναι εντελώς ανυποψίαστο.
Ο εκκολαπτόμενος “θ” πριν ακόμα ξεκινήσει την εκμάθηση οποιασδήποτε τεχνικής, θα όφειλε να είχε ενημερωθεί ή να είχε ο ίδιος ενημερώσει τον εαυτό του, ότι άπαξ και αισθάνεται την ανάγκη να “θεραπεύσει”, έχει υποβάλλει το σύστημά του στη δοκιμασία να βρεθεί αντιμέτωπος και να απαντήσει στα μεγάλα ερωτήματα και γεγονότα της ύπαρξης:
- Τις δικές του αυταπάτες.
- Το βαθµό της δικής του τρέλας.
- Τον αντίστοιχο βαθµό θλίψης, οδύνης και πόνου της οικογένειάς του, της φυλής του και της ανθρωπότητας.
- Το βαθµό της προσωπικής του θλίψης, οδύνης και πόνου.
- Το δίπολο υγείας- ασθένειας.
- Τη σεξουαλικότητά του, την ταυτότητά του και τη σχέση του.
- Τη γνώση ότι «η τελειότης ελκύει ατέλεια στην επιφάνεια» και ότι κάποια στιγµή θα βρεθεί αντιµέτωπος µε τη σκοτεινή πλευρά του εαυτού του.
- Την απόλυτη ανάγκη του για µια καταγωγή, µια πατρίδα, ταυτότητα, νόηµα.
- Το µέγεθος του φόβου του και η σχέση του µε το φαινόµενο του θανάτου.
- Η γνώση και η επαφή µε τις έννοιες της µητρικής του γλώσσας και της αναγνώρισης της «γλώσσας της σιωπής».
- Με την αφοµοίωση και την επικοινωνία µε τους µύθους, τα αρχέτυπα και τις παραδόσεις της ανθρώπινης φυλής.
- Με την ύπαρξη ή όχι του Θεού.
Στο βαθμό που υποψιασμένος πια, κατά μόνας ή και με ομάδα, αρχίζει να επεξεργάζεται τα ανωτέρω και στο βαθμό που θα καταφέρει να τα διαχειρισθεί ανάλογος θα είναι ο βαθμός βοηθείας και το βάθος της θεραπείας που μπορεί να προσφέρει.
Θα σας καταθέσω μερικές σκέψεις μου, σε σχέση με τα παραπάνω:
Όχι κατ’ ανάγκη κατά σειρά, σκέψεις στις οποίες υπάρχει η υποκρυπτόμενη ανάγκη να τις μοιρασθώ μαζί σας και η επιθυμία να κινητοποιήσουν ένα διάλογο και μια πρακτική εγρήγορσης και δράσης στην κοινότητα των «θεραπευτών» στην Ελλάδα.
Ο «θ» είναι κατ’ εξοχήν θλιµµένο όν.
Αλλιώς να το πω: ο «θ» ήρθε να επεξεργαστεί τη θλίψη του και να διαχειρισθεί τον όποιο βαθµό ατοµικής ή και συλλογικής τρέλας έχει ενσωµατώσει στο σύστηµά του.
Ήρθε να αντιληφθεί τι εστί πόνος.
Το κατ’ εξοχήν (προ)-απαιτούµενο της Γης.
Ήρθε να ενώσει τ’ αντίθετα – την υγεία µε την ασθένεια, να είναι µεσάζων ανάµεσα στο ανθρώπινο και το ιερό.
Ήρθε να διδαχθεί και να διδάξει την ιερά τέχνη της θεραπείας.
Ουσιαστικά ο «θ» οφείλει να είναι µαθητής και εκπαιδευτής ταυτόχρονα και δια βίου.
Η κατεύθυνση του πολιτισµού είναι φυγόκεντρος, εξωστρεφής.
Κοιτάει τα αντί-κείµενα και ασχολείται αποκλειστικά µε αυτά.
Αντί-κείµενο είναι και ο «θεραπευόµενος».
Ξεχνιέται κανείς σ’ αυτή την κατεύθυνση, ξεχνάει την κεντροµόλο δύναµη. Η ενασχόληση µε τον “άλλο” είναι ένα ισχυρό άλλοθι να µην ασχοληθεί ποτέ κανείς µε τα “δικά” του, τη σχέση, την επαφή µε τον εαυτό του.
Ο “θ” ασχολούµενος µε τον “άλλον” εξ αντανακλάσεως µαθαίνει για τον εαυτό του, διαβάζει και µελετά για τον άλλον, χωρίς ίσως να αντιλαµβάνεται ότι το κάνει για τον ίδιο, ότι και αυτός και ειδικά αυτός φοβάται βαθιά την αρρώστια, τα γηρατειά και το θάνατο, και ότι προσπαθεί να τα εξηγήσει ή και να ξορκίσει µέσω της τέχνης του.
Μαθαίνει έτσι πληροφορίες, µαθαίνει να αγαπά, σκέπτεται να αγαπά, να φροντίζει.
∆εν το βιώνει.
Το βίωµα της αγάπης προϋποθέτει µοίρασµα/ κοινότητα, προϋποθέτει την κοινότητα της θλίψης, τη συµφιλίωση µε τ’ αντίθετα, τη διαρκεί µνήµη και όχι λήθη ή άρνηση του φαινοµένου, της διαδικασίας του ανθρώπινου πένθους από το γεγονός της σωµατικής απουσίας, της απώλειας.
Προϋποθέτει του να δέχοµαι επί µακρόν, αν όχι δια βίου τη θεραπεία που τουλάχιστον εγώ ο ίδιος εξασκώ, προϋποθέτει να µπω στη θέση του θεραπευόµενου, του ασθενούς, πρώτος εγώ ασθενής που χρήζει εντατικής θεραπείας.
Καµιά φορά σκέπτοµαι: τι θα’ κανα αλήθεια αν ξανάρχιζα τη ζωή µου;
Πάλι εδώ θα ‘φτανα στην άκρη του κόσµου.
Ω Κύριε των µακρινών σταθµών που τους διαβαίνουµε κάποτε µες τ’ όνειρο – κανείς δε γύρισε απ’ το ταξίδι: ο χρόνος σ΄ αλλάζει κι ένας άλλος επιστρέφει αντί για σένα, κι αυτοί που αγάπησαν τη δόξα θα πεθάνουν άγνωστοι στο κρύο δωµάτιο ενός ξενοδοχείου, Θ’ ανέβουν την ξύλινη σκάλα, θα κλειδώσουν την πόρτα και θα κλάψουν την προδοµένη ζωή τους. (Ποιος τους πρόδωσε;) Ενώ ένας πλανόδιος οργανοπαίκτης στο δρόµο µε µια λυπηµένη µουσική θα δωροδοκεί το δειλινό ν’ αργοπορεί. Ω θλιµµένοι µου, εσείς που ξεφυλλίσατε τις µέρες σας σαν τις δυσανάγνωστες σελίδες σ’ ένα βιβλίο που δε θα φτάσετε ποτέ στο τέλος του- θυµάµαι τα βράδια που σωπαίναµε, µέσα µου ανέβαινε ο τρόµος “και τώρα ποιος θα κάνει τη µεγάλη ερώτηση;” Σκεφτόµουν.
Ποια ερώτηση;
Κι ίσως θα πρέπει να χαθείς ολότελα για να µάθεις κάποτε ποιος είσαι…
Τάσος Λειβαδίτης: τα χειρόγραφα του φθινοπώρου
Ο θ. είναι κατ’ εξοχήν αλαζονικό ον.
Απ’ όπου η εξουσία του και η έντονη ανάγκη του να «θεραπεύσει».
Ένας “θ”, ως αλαζών είναι και είρων- κατ’ ουσίαν της ίδιας της ύπαρξης – και ως είρων αυτουποτιµάται, ουδείς αλαζών µπορεί να το αντιληφθεί αυτό, αλλά λόγω αυτής ακριβώς της ειρωνείας, απέχει πολύ από την αλήθεια της ίασης.
Ο θ. δεν είναι Πρόσωπο.
“Και για να είναι κάποιος Πρόσωπο µε την πλήρη έννοια του όρου πρέπει να είναι υποκείµενο µε αίσθηση εαυτού ως υποκειµένου, ένα ον το οποίον ως εκ τούτου σχεδιάζει τη ζωή του και πιστεύει σε αξίες ανάλογα µε τις οποίες τα διαφορετικά σχέδιά του µοιάζουν χειρότερα ή καλύτερα, κάποιος ο οποίος µπορεί να διαλέγει ανάµεσά τους. (Τσάρλς Ταίηλορ: Το Πρόσωπο).
Η ασάφεια µε την οποία ντύνει τα λόγια του, εκεί όπου θα όφειλε να σιωπά, προδίδει την αγωνία της αναποτελεσµατικότητάς του, που συνδέεται µε την ασάφεια της παρουσίας του στο δηµόσιο χώρο ή και την άρνηση της συµµετοχής του στα κοινά.
Οι διακηρύξεις του περί αγάπης, µόνο υποψίες µπορούν να εγείρουν, η δε εκκωφαντική του “άγνοια” ότι: τα τείχη του είναι οι θεραπείες και οι «θεραπευόµενοι», καθώς και το γράπωµά του από τις τεχνικές, τον καθιστούν µια γραφική για τους άλλους αλλά τραγική για τον ίδιο φιγούρα.
Η αναγραφή σε µια κάρτα, δεκάδων δεξιοτήτων, ικανοτήτων και «θεραπειών»,- πέραν του κινητού τηλεφώνου- είναι η πλέον ορατή απόδειξη της αλαζονείας που κατοικοεδρεύει στις σκέψεις και στις συνειδήσεις µικροαστών, που µη έχοντας που αλλού να κρατηθούν στη ζωή τους, βρήκαν τη χειρολαβή της θεραπευτικής και λυµαίνονται ως αρπακτικά το χώρο- έχει γίνει πια του συρµού η ενασχόληση µε µία εναλλακτική ή µία ψυχο-θεραπεία- χωρίς να γνωρίζουν οι εν τη αλαζονεία τους αφελείς «θεραπευτές», ότι ο εν λόγω συρµός εκτροχιάζεται κάθε τρεις και λίγο, λόγω της ουσιαστικής έλλειψης παιδείας, βιώµατος και ιστορικής µνήµης εκ µέρους τους.
Το µόνο που δεν έχουµε δει ακόµα, αλλά που µπορεί να µην αργήσει και πολύ να εµφανισθεί σε κάρτα «θεραπευτών», είναι το : «ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΝΕΚΡΩΝ- Επιτυχία εγγυηµένη»
Ήρθα εδώ να µορφωθώ ερείπια.
Αλλά η δυνατή βροχή
Με κράτησε µέσα κλεισµένη ηµιµάθεια.
Κική ∆ηµουλά: Χαίρε Ποτέ.
Ο φόβος του “θ”. είναι τεράστιος.
Φοβάται για το φυσικό του θάνατο.
Ξορκίζει το φόβο του δικού του θανάτου θεωρώντας ότι «θεραπεύει» άλλους.
Ελπίζοντας ότι θα γεµίσει το κενό.
Όσο µεγαλύτερος ο φόβος, τόσο ισχυρότερη η αλαζονεία.
Τόσο πιο καλός “θ”. νοµίζει ότι είναι.
Τόσο ξεχνάει να ζητήσει βοήθεια για τις δικές του ατέλειες, τόσο «λησµονεί» το σώµα του.
Με τον καιρό εξαντλείται.
Θέλγεται από τον θαυµασµό των άλλων.
Ηδονίζεται από το έργο που επιτελεί.
Ουσιαστικά δεν γνωρίζει ότι αυτοτιµωρείται.
∆εν αναπαριστάται ο φόβος του θανάτου ή της κατάρρευσης µέσα στο κενό της ύπαρξης µέσω του θεραπευόµενου, ίσα –ίσα , όσο δεν επιλύεται από τον ίδιον τον ‘θ’ , θαρραλέα και ως πρώτη προτεραιότητα , τόσο µε την πάροδο του χρόνου και µε την αύξηση των συνεδριών, τόσο διογκώνεται η σιωπηλά εκκωφαντική άρνηση αυτού τούτου του φόβου, που µετατίθεται συνεχώς, ελπίζοντας σε ‘κάποια λύση’.
Είναι οι θεραπευόµενοι , που ως ‘τείχη έκλεισαν –τον θεραπευτή- ανεπαισθήτως, έξω’’, από την δική του λυτρωτική ίαση!
Και φοβάται ακόµη των χεριών µου
Το άγγιγµα στις πέτρες τούτες
Μην επιτείνει τη φθορά, µην επισπεύδει
Των ερειπίων την ερείπωση.
‘Αθως ∆ηµουλάς.
Ο “θ”. είναι ουσιαστικά ένα αυτοκαταστροφικό ον, σε πλήρη διαστροφή µε τον εαυτό του, που ευφάνταστα θεωρεί ότι συνδράµει στο κοινό καλό, ενώ στην ουσία ελάχιστα µπορεί να επιτύχει. Αυτή η αυτοκαταστροφικότητά του, µαζί µε τη φαντασίωσή του ότι πράττει το «αγαθόν», τον οδηγούν συν τω χρόνω, στη διάρρηξη του κελύφους που επιµελώς “έκρυβε” την κακότητά του και την ανάδυση της προσωπικής του κακίας και σκληρότητας και για την οποίαν κακία και σκληρότητα µένουν εµβρόντητοι τόσον αυτός όσον και οι άλλοι.
Το καλό στην όλο υπόθεση της κακίας και της σκληρότητας, έγκειται στο ότι αν κανείς την αποδεχθεί και την επεξεργαστεί, καθίσταται ανθρώπινος, ταπεινός και επανεντάσσεται ισότιµα στη ζωή, πράγµα που ο «εκκολαπτόµενος», ανυποψίαστος «θεραπευτής» δεν το γνωρίζει και εν πολλοίς το εγώ του δεν το επιθυµεί και ούτε το θέλει.
Ο “θεραπευτής” είναι βασικά ένα αυτοεξαπατώµενο ον.
Εγωιστικά ανιδιοτελής, µε υποκρυπτόµενη έντονα την ανάγκη του ν’ αγαπηθεί, µε στενή ως επί το πλείστον αντίληψη για την ουσία της ύπαρξης που αυτάρεσκα καλύπτει πίσω από µια προσωπική σοφία, συνεργάζεται µε το Σχέδιο της ζωής κατά τρόπο κυρίαρχα ατοµικό και έχοντας ως µόνη χειρολαβή του βίου του την τεχνική που εξασκεί, ευφυώς καλύπτει µε τη σωρεία των µη αναγνωρισµένων και επεξεργασµένων αυταπατών του, την καθηµερινή του πλήξη. Στο τέλος της επίγειας διαδροµής του, το άθροισµα των ποιοτικών του ενεργειών είναι µηδαµινό και η κατάρρευση αυτού που τον συγκρατούσε- η αλαζονεία του- λόγω και κυρίως της φυσικής φθοράς, επιφέρει και τη συναισθηµατική και τη νοητική του κατάρρευση. Ας είµαστε ειλικρινείς. Οι ενέργειες τις οποίες επικαλούνται οι διάφοροι «θεραπευτές», όπως π.χ. την ενέργεια της αγάπης, είναι τόσο ασαφής ως έννοια µέσα στα µυαλά, τόσο συναισθηµατικά φορτισµένη και τόσο πολύ συζητείται που είναι ύποπτων έως και αφελές να πιστέψει κανείς ότι αυτή η ποιότητα – της αγάπης- από τους έχοντες έστω και µερικά από τα αναλυθέντα ανωτέρω συµπτώµατα, ότι µπορεί να «γειώνεται» µε τόση ευκολία στα σώµατα και στα «αιθερικά» των ανθρώπων και µάλιστα να επιφέρει και “θεραπεία”. Η άγνοια επικαλυµµένη µε την πικρή σοκολάτα της θλίψης εκβάλλει στην ουσιαστική ανάγκη να αγαπήσω, που σε ελεύθερη µετάφραση σηµαίνει: κραυγάζω να αγαπηθώ και κανείς δε µ’ ακούει. Και δεν υπάρχει το ελάχιστο θάρρος να παραδεχθεί κανείς έρµος “θ”. ότι δεν µπορώ ν’ αγαπηθώ, γιατί δεν έχω χώρο γι αυτό, γιατί δεν επιτρέπω να µου συµβεί αυτή η οδυνηρή εµπειρία, γιατί ο ναρκισσισµός µου και ο εγωισµός µου είναι τέτοιας υψηλής τάξεως που δεν αφήνουν να εισέλθει εντός του συστήµατός µου απολύτως τίποτα, γιατί δεν έχω και χρόνο να συµβεί αυτό το «τίποτα», γιατί εγώ ασχολούµαι “αγαπώντας” και θεραπεύοντας τους δυστυχείς άλλους. Ας µην κρυβόµαστε πίσω από το δακτυλάκι µας, ας µην εθελοτυφλούµε και ας είµαι σαφής και απόλυτος. Όλοι οι ασκούντες ή οι προς άσκησιν της θεραπευτικής τέχνης είναι φύσει και θέσει καταθλιπτικοί. Όσο πιο µεγάλο ταλέντο έχει κανείς, όσο πιο κοντά είναι στο σκοπό του για να ασχοληθεί µε τη θεραπευτική τόσο και πιο µεγάλη η κατάθλιψή του. Αυτή όµως η ίδια η κατάθλιψη του είναι ουσιαστικά και η οδός, ο µέγας διδάσκαλος και ο οδηγός του. ∆εν χρειάζεται να πάει πουθενά αλλού. Αρκεί εν πλήρει ταπεινότητι, να συµφιλιωθεί, να την αποδεχθεί και να παραδεχθεί εις εαυτόν και αλλήλους ότι είναι ένας ασθενής. Γιατί είναι. Γιατί όσο την αρνείται τόσο διογκώνεται, όσο δουλεύει µε ενέργειες τόσο κινητοποιείται η ιλύς του ποταµού. Η σοφία του “θ”., έγκειται στην πλήρη αποδοχή αυτής της πάθησης για τον ίδιο, ότι τον αφορά άµεσα και ότι από εκεί θα αντλήσει το υλικό για την ιάσή του, από εκεί θα γίνει συµπονετικός, ανεκτικός, από εκεί θα µειωθεί η όποια αυθάδειά του και ότι από εκεί θα του παρασχεθούν οι γνώσεις για να έχει τη δυνατότητα, συν τω χρόνω, να βρει τη δίοδο να πράξει το Αγαθόν. Ο “θ”., ως καταθλιπτικός ξεκίνησε την άσκηση της τέχνης του, ελπίζοντας ουσιαστικά να λυτρωθεί και ο ίδιος, «λυτρώνοντας» τους άλλους.
Ο κίνδυνος λοιπόν, βρίσκεται ακριβώς εδώ: να «ξεχασθεί» επιµελώς ο λόγος που τον κατέστησε «θεραπευτή». Όσοι από τους εν ενεργεία ή και εκκόλαψιν «θεραπευτές», δεν πιουν από το νερό της λησµονιάς και την Κίρκη της «προσφοράς» και αποφασιστικά και θαρραλέα ενσκήψουν στη δική τους κατάθλιψη και στη δική τους τρέλα, στη διάρκεια της διαδροµής τους, η δωρεά θα είναι η ενστάλαξη της Ζωής εντός τους, η χαρά και το βίωµα της επανένταξής τους στον Κ(κ)όσµο.
Είµαστε άνθρωποι πικραµένοι
Μεγαλώσαµε και είµαστε
πολύ πικραµένοι
∆εν µας παρηγορεί η υγεία:
µια πλήξη πια,
υγιείς εµείς
µόνο να την ευχόµαστε στους συνανθρώπους.
∆εν µας παρηγορούν τα χρήµατα:
έχουµε τόσα που µπορούµε και να τα αγοράσουµε.
∆εν µας παρηγορούν ούτε τα σώµατα: µας παραδίδονται αφειδώς
γιατί το σφρίγος πάντοτε ποθούσε τη σοφία.
Είµαστε άνθρωποι πικραµένοι. Μεγαλώσαµε και είµαστε πολύ
πικραµένοι. Αυτό µονάχα µας παρηγορεί.
Γιάννης Βαρβέρης: Στα ξένα.
Ο “Θ”. ένας πρόσφυγας, είναι συνεχώς προς-φυγήν, είναι ένα ξενιτεµένο άτοµο ζητάει µια καταγωγή. Η θεραπευτική γίνεται σιγά-σιγά η πατρίδα του. Περιθώριο µέσα στο αστικό περιβάλλον της κλασικής ιατρικής, προσπαθεί να ενταχθεί, να δοµήσει την ασάφεια και το σκόρπισµα, από ανοίκειος να γίνει οικείος, να βρει εστία και έτσι να χάσει την όποια σπιρτάδα του αθίγγανου πνεύµατος και την επαναστατικότητα των ενοράσεων που έχουν να φέρουν κάτι καινούργιο και δηµιουργικό.
Ο «θεραπευτής» δεν έχει σχέση. Εκεί που όφειλε να έχει, να είναι σε σχέση.
Ο “θ”. δεν διερευνά τη σεξουαλικότητά του, εκεί που θα όφειλε να το κάνει.
Ο “θ”. δεν επιτρέπει στον εαυτό του – στο εγώ του- να µπει σε σχέση, να «καεί» µέσα στη διαδικασία µιας σχέσης. Φαντασιώνεται ότι η σχέση του είναι οι «θεραπευόµενοι» και το έργο για το οποίο προφανώς έχει «επιλεγεί» και έχει µια «αποστολή» να φέρει εις πέρας. Αγνοεί ότι απωθεί το βασικό του εργαλείο: το άφηµα, την εγκατάλειψή του «εγώ» στον άλλο που ουσιαστικά ζητά από τους «θεραπευόµενους» λέγοντας τους µε τρυφερή φωνή: χαλάρωσε, µη αντιλαµβανόµενος τις δικές του ακαµψίες και θωρακίσεις.
Ο “θ”. οφείλει οικειοθελώς να δεσµευθεί και να θεραπεύσει ο ίδιος, όντας µέσα στη σχέση, αλλά και µη χρησιµοποιώντας αυτάρεσκα τη σχέση για τη δική του και µόνον εξέλιξη.
Ο “θ”. πεθαίνει ουσιαστικά µόνος, χωρίς να έχει καταφέρει να επιτύχει καµιά βαθιά επαφή µε κανέναν, παρά τις τόσες συνεδρίες και παρά τους εκατοντάδες τεθλιµµένους θεραπευόµενους που θα παρευρίσκονται εις το µόνον της ζωής του ταξίδιον.
Μη θυµώνεις δεν σου κάνω διαφήµιση.
Απλά ξαναπικραίνοµαι που βλέπω
πως και τα κυπαρίσσια ακόµα
πατάνε επί πτωµάτων για ν’ ανέλθουν
Λυγερόκορµα.
Κική ∆ηµουλά: Χαίρε Ποτέ.
Ο θ. είναι ένα τραγικό ον, µε την αρχαία έννοια του όρου τραγικός.
(Τραγικό: αυτό που προκαλεί έντονη λύπη. Τραγικός, τραγική, ειρωνεία: η τεχνική του δράµατος κατά την οποία ο ήρωας αγνοεί στοιχεία καθοριστικά για την τύχη του- τα οποία γνωρίζουν οι θεατές.)
“Πότε εµφανίζεται το εξόχως τραγικό;
Όταν το σθένος και η τόλµη δια των οποίων ένας άνθρωπος δοξάζεται τον εκθέτουν σε θανάσιµο κίνδυνο, στον οποίον υποκύπτει, ενώ θα µπορούσε να τον αποφύγει εάν είχε στοιχειώδη φρόνηση.
Όταν βλέπουµε την ευγενική πρόθεση ενός ανθρώπου προς τα πνευµατικά αγαθά να αποβαίνει αιτία αποτυχίας και να τον ωθεί στην αθλιότητα.
Όταν τα ίδια γνωρίσµατα που τον κατέστησαν ικανό να πραγµατώσει το βέλτιστο τον παρασέρνουν στην «καταστροφή»’’
Μαξ Σέλερ: Θάνατος και µετά θάνατον ζωή.
Η αναγνώριση εκ µέρους του «θεραπευτή» της τραγικότητάς του, ίσως και να είναι η αφετηρία της κατ’ εξακολούθησιν προσωπικής του ιαµατικής διαδικασίας.