Είχα ένα όνειρο….
Μια ανθρωπότητα βύζαινε από τα στήθη των γυναικών το μεταμορφωμένο γάλα της Ειρήνης. Όλοι οι πολεμιστές μαζεμένοι, άνδρες γυναίκες, κατέθεταν τα όπλα.
Τα άφηναν εκεί στα πόδια τους με τον τελευταίο πάταγο. Χωρίς άλλες άμυνες κι επιθέσεις, ευάλωτοι κι ακέραιοι όπως γεννήθηκαν, άφηναν τα όπλα τους να πέσουν στο χώμα.
Μαζί αντηχούσαν την τελευταία κραυγή απελπισίας, με στόμα ολάνοιχτο και χέρια τεντωμένα, ακίδες καρφωμένες στα βρόχια της Γης, στον Ουρανό αφήναν την τελευταία κραυγή τους..
»Όχι άλλο αίμα χυμένο»….
Τους περίμεναν ανοιχτές αγκαλιές….
Γυναίκες μεγάλες, μικρές, γυναίκες όλων των λογιών, αποκάλυπταν τα σκεπασμένα στήθη, τα ξεχασμένα στήθη, που πλούσια σε γάλα είχαν θρέψει γενιές πολεμιστών.
Και προσέφεραν το γάλα, άσπρο ποταμό θρέψης, σε όσους είχαν πεινάσει, σε όσους είχαν πιεί το χυμένο αίμα και γευτεί τον σίδηρο της καταστροφής…
Και μαζί ενώθηκαν…
Και ξέχασαν ποιος έπινε, ποιος έδινε, αφού σε όλους το Γάλα της Ειρήνης κυλούσε από τα μάτια, από τα χέρια, από τα στήθη,
και την Πρώτη Ροή μετέφερε,
αυτήν που Πρώτη κινήθηκε,
για να γνωρίσει τον εαυτό της,
που ήταν ο Αγαπημένος Της
ο Πρώτος,
ο Τελευταίος,
ο Ίδιος,
Αυτή,
Η απαρχή της Αγάπης
X.K.