
Πως γεννήθηκε ο θάνατος
Και ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο.
Και τον γέμισε με ομορφιά. Και είπε:
– Ορίστε, για σας είναι. Για να μάθετε την Αγάπη και να την αντι-κρίσετε στα χρώματα, στα σχέδια, στις μυρωδιές. Για να την ζήσετε στα φιλιά και στις αγκαλιές των αγαπημένων σας. Για να την ερωτευθείτε.
Και οι Άνθρωποι ερωτεύθηκαν την Αγάπη. Τα μαλακά ρούχα, τα νόστιμα φαγητά, τα όμορφα μάτια. Και νόμισαν (νόμο έφτιαξαν) ότι Αγάπη είναι τα ρούχα, τα φαγητά, τα μάτια.
Και φοβήθηκαν να μην τα χάσουν, γιατί τότε θα έχαναν την Αγάπη. Και χωρίς την Αγάπη, θα έμεναν μόνοι.
Κι άρχισαν να προς-έχουν τα ρούχα τα φαγητά, τα μάτια, για να μην τα χάσουν, και χάσουν την Αγάπη. Και κάθε μέρα που ξημέρωνε, κοίταζαν γύρω τους να δουν αν έχουν κοντά τους, πόσο κοντά τους, δίπλα τους, πάνω και μέσα τους τα ρούχα, τα φαγητά και τα μάτια.
Και δεν σκεφτόταν πια και δεν νοιαζόταν πια για την Αγάπη, γιατί Αγάπη είχαν γίνει τα ρούχα, τα φαγητά, τα μάτια. Και έτσι οι άνθρωποι είχαν ρούχα, φαγητά κι όμορφα μάτια, αλλά δεν είχαν την Αγάπη. Και έμειναν μόνοι.
Και όταν φθείρονταν και κατά-στρέφονταν τα ρούχα, τα φαγητά, τα όμορφα μάτια, για τους ανθρώπους τέλειωνε η αγάπη, και το είπαν θάνατο, το χειρότερο πράγμα στη Γη, το τέλος της αγάπης, η καταδίκη στην μοναξιά.
Και τότε οι άνθρωποι φοβήθηκαν πολύ το Θάνατο και τον έκαναν Θεό. Να ορίζει κι αυτός την αρχή και το τέλος της Αγάπης.
Και αυτόν το θεό, τον μισούσαν και τον τιμούσαν όπως τον Θεό, μόνο που με τα χρόνια τον μπέρδεψαν. Κι ενώ στην αρχή ήταν ο Θεός και ο Θάνατος, μετά έγιναν ένας, που πότε είναι κακός και πότε είναι καλός, ανάλογα με το αν δίνει ή παίρνει την Αγάπη απ’ τους ανθρώπους.
Και σκέφτηκαν οι άνθρωποι ότι, αν ο Θεός είναι καλός μαζί τους, είναι γιατί αυτοί είναι καλοί, και αν ο Θεός είναι κακός μαζί τους, είναι γιατί αυτοί είναι κακοί.
Και τότε σκέφτηκαν ότι όταν ο θεός δίνει αγάπη, τους ανταμείβει και ότι όταν ο θεός δίνει θάνατο, τους τιμωρεί.
Και από τότε άρχισαν να ρωτούν το θεό συνέχεια, για κάθε τέλος, για κάθε θάνατο
– Γιατί, γιατί, θεέ μου, μου το έκανες αυτό;
Και γέμισε ο ουρανός απορίες (α-πορίες) και πουθενά απάντηση στην ερώτηση: Γιατί θεέ μου;
Γιατί ο Θεός, που δεν είχε κάνει κάτι, δεν είχε θέση στην ερώτηση, και δεν είχε θέση στην απάντηση.
Και τότε, αφού οι άνθρωποι δεν πήραν απάντηση από τον Θεό, είπαν ότι για να σιωπά, σημαίνει ότι δεν υπάρχει.
Και έτσι έμεινε μόνο ο θάνατος.
Και οι άνθρωποι έμειναν ακόμη πιο μόνοι και ακόμη πιο μακριά από την Πηγή της Αγάπης.
Χριστίνα Κουτουλάκη